μύσκος — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μύσκων — μύσκος masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
мзга — гниль, плесень, сырая погода , мзгляк, мозгляк болезненный, слабый человек , мзглой, мозглый дряблый, загнивший изнутри, прелый . Из *мъзга, судя по мозглый, мозгнуть. Ср. греч. μύσος (из *μύδσος) позор, бесчестие, осквернение , μύδος сырость,… … Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера
αμυσχρός — ἀμυσχρός, ά, ὸν (ΑΜ) (Μ και ἀμυχρὸς και ἀμυχνός, ή, όν) αμόλυντος, καθαρός, αγνός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ στερ. + μύσκος «μίασμα, κήδος» (Ησύχ.), ή μύσος «ακαθαρσία, μόλυνση, μίασμα». Πρόκειται για εκφραστικό επίθετο σε χρος (ἀμυσχρός: ἀμύσσω κατά το… … Dictionary of Greek
πηρόμυσκος — ο, Ν ζωολ. γένος μικρόσωμων μυόμορφων τρωκτικών τού Νέου Κόσμου με 60 περίπου είδη που ζουν από την Αλάσκα ώς τη Νότια Αμερική και αναπαράγονται συνεχώς, γι αυτό και χρησιμοποιούνται ως πειραματόζωα. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. peromyscus … Dictionary of Greek
meug-2, meuk- — meug 2, meuk English meaning: to slide, slip Deutsche Übersetzung: A. ‘schlũpfen, schlũpfrig”, out of it ‘schleimig, Schleim”; andererseits B. “darũber streichen, gleiten, entgleiten” Note: also with anlaut. s Material: A.… … Proto-Indo-European etymological dictionary